- κατάπνιξις
- κατάπνιξιςchokingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπνίξει — κατάπνιξις choking fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπνίξεϊ , κατάπνιξις choking fem dat sg (epic) κατάπνιξις choking fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπνίξεις — κατάπνιξις choking fem nom/voc pl (attic epic) κατάπνιξις choking fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπνιξιν — κατάπνιξις choking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπνιξη — η (AM κατάπνιξις) [καταπνίγω] 1. το τελειωτικό πνίξιμο, απόπνιξη, αποπνιγμός 2. μτφ. καταστολή, αναχαίτιση, παρεμπόδιση («κατάπνιξη επαναστατικού κινήματος») … Dictionary of Greek
καταπνίξῃ — καταπνίξηι , κατάπνιξις choking fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)